- γατομάτης
- α и ισσα , ικο с кошачьими глазами; с хитрыми глазами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατομάτης — α και ω και ισσα, ικο αυτός που έχει γατήσια μάτια ως προς το χρώμα ή την πονηριά και την περιέργεια … Dictionary of Greek
γατομάτης, -α, -ικο — αυτός που τα μάτια του είναι πονηρά σαν της γάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek